φραγκοφέρνω

φραγκοφέρνω
Ν
(αμτβ.) φέρομαι και ντύνομαι σαν Φράγκος, σαν να είμαι από τη δυτική Ευρώπη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Φράγκος + -φέρνω, β' συνθετικό ρ. με σημ. «μοιάζω με...», που ανάγεται στο ρ. φέρω / φέρνω (πρβλ. αγγλο-φέρνω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φραγκοφέρνω — αμτβ., ζω και συμπεριφέρομαι ως Φράγκος (όπως οι δυτικοί Ευρωπαίοι), μιμούμαι τη ζωή των Φράγκων, ντύνομαι όπως οι Ευρωπαίοι, κρατώ τις συνήθειές τους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”